βαπτίσματι

βαπτίσματι
βάπτισμα
baptism
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • вода — ВОД|А (1137), Ы с. 1.Вода: Аште ли же съсоудъ имоущь водоу въврьжеть сѩ оугль оугасаѥть Изб 1076, 208 об.; ѡни же ˫ако земл˫а жажющи˫а воды тако приимаахоу словеса ѥго. ЖФП XII, 39г; водопрѣдъстателѥ... въ вина мѣсто водоу б҃оу приносѩть. (ὕδωρ)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • προσήλυτος — η, ο / προσήλυτος, ον, ΝΜΑ το αρσ. ως ουσ. ο προσήλυτος αυτός που έχει αλλάξει θρήσκευμα, που έχει προσχωρήσει σε άλλη θρησκεία («οἱ ἐπιδημοῡντες Ῥωμαῑοι, Ἰουδαῑοι τε καὶ προσήλυτοι», ΚΔ) νεοελλ. ειρων. αυτός που έχει αλλάξει φρονήματα, πολιτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”